τροπολογώ

τροπολογώ
τροπολογῶ, -έω, ΝΜΑ [τροπολόγος]
νεοελλ.
εισάγω τροπολογία ή τροπολογίες
μσν.-αρχ.
μιλώ, εκφράζομαι με μεταφορικό τρόπο, με μεταφορές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τροπολογώ — τροπολόγησα, τροπολογήθηκα, τροπολογημένος, μτβ., κάνω τροπολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • τροπολογία — η, ΝΜΑ [τροπολογῶ] νεοελλ. 1. τροποποίηση τής λεκτικής διατύπωσης ή τών λεπτομερειών ενός θέματος 2. (νομ.) σύντομο κείμενο που εισάγεται σε ένα σχέδιο νόμου, απόφασης, ψηφίσματος ή συνθήκης και με το οποίο διευκρινίζονται, συμπληρώνονται ή… …   Dictionary of Greek

  • τροπολογικός — ή, ό / τροπολογικός, ή, όν, ΝΜ [τροπολογῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροπολογία. επίρρ... τροπολογικῶς Μ με τροπολογική*, μεταφορική έκφραση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”